- ίσχαιμος
- -η, -ο (ΑΜ ἴσχαιμος, -ον)αυτός που προκαλεί αναστολή τής κυκλοφορίας τού αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» — η πρόχειρη κατάπαυση τής αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.)αρχ.1. (για φάρμακα) ο στυπτικός2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμοςρίζα φυτού που αναστέλλει την εκροή τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχ- (< ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω») + -αιμος (< αίμα), πρβλ. ολίγ-αιμος, παχύ-αιμος].
Dictionary of Greek. 2013.